δίσταζε

δίσταζε
διστάζω
doubt
pres imperat act 2nd sg
διστάζω
doubt
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • κλείτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο …   Dictionary of Greek

  • κλειτός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • Άουτκολτ, Ρίτσαρντ Φέλτον — (Richard Felton Outcault, Λάνκαστερ, Οχάιο 1863 – 1928). Αμερικανός δημοσιογράφος και σχεδιαστής κόμικς, ο θεωρούμενος πατέρας του κόμικ στριπ. Σπούδασε καλές τέχνες στο Παρίσι, ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με τη δημοσιογραφία και πρώτος… …   Dictionary of Greek

  • Δανιήλ — I (7ος 6ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Υπήρξε ένας από τους μεγάλους Εβραίους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Δ., το όνομα του οποίου στα εβραϊκά σημαίνει ο θεός κρίνει, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα με την πρώτη ομάδα Εβραίων (605 π.Χ.)… …   Dictionary of Greek

  • Κηφέας — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς των Κηφήνων, που ταυτίζονται από την παράδοση με τους Αιθίοπες, τους Πέρσες ή τους Χαλδαίους. Ζούσε ευτυχισμένος με την όμορφη σύζυγό του, Κασσιόπη, και την κόρη του, Ανδρομέδα, όταν ο Ποσειδώνας,… …   Dictionary of Greek

  • Λα Μπριγιέρ, Ζαν ντε- — (Jean de La Bruyère, Παρίσι 1645 – Βερσαλίες 1696). Γάλλος συγγραφέας. Ήταν γιος δημοσίου υπαλλήλου και σπούδασε νομικά στην Ορλεάνη. Αφού εξάσκησε για μικρό χρονικό διάστημα τη δικηγορία, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε αρχικά ως… …   Dictionary of Greek

  • Λογιόλα, Ιγκνάσιο — (Ignatius Loyola, Πύργος Λογιόλα, Ισπανία 1491 – Ρώμη 1556). Άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, ιδρυτής του τάγματος των ιησουιτών. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ινίγκο Λόπες ντε Ρεκάλντε ντε Λογιόλα και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Στα… …   Dictionary of Greek

  • Λουκάς Χρυσοβέργης — Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1156 69). Διαδέχτηκε στο πατριαρχικό αξίωμα τον Κωνσταντίνο Δ’. Επρόκειτο για άρτια καταρτισμένο θεολόγο, καθώς και γνώστη της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Εργάστηκε με ζήλο για την κατοχύρωση της αξιοπρέπειας του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”